- κενεαγγήσας
- κενεαγγήσᾱς , κενεαγγέωhave the vessels of the body emptyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταδειπνώ — και ματαδειπνώ (Α μεταδειπνῶ, έω) νεοελλ. δειπνώ πάλι, ξαναδειπνώ αρχ. δειπνώ αργά, μετά τη συνηθισμένη ώρα, καθυστερώ να δειπνήσω («εἰ δὲ γε ἔτι πλείω χρόνον κενεαγγήσας ἐξαπίνης μεταδειπνήσειεν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek